Περήφανοι διοργανωτές, τιμημένοι συμμετέχοντες… και BLEδες μπόλικοι!
Brevet «Γύρος Ψηλορείτη»: και άλλοι πολλοί τόποι έχουν βουνά. Λίγοι όμως έχουν τέτοια όπου αναθράφηκαν θεοί και ήρωες, μικροί και μεγάλοι και καθημερινοί, όπως … στην Κρήτη.
Κείμενο: Έφη Τριανταφυλλίδου
Οροπέδια, ρεματιές με πηγές και ποτάμια, δάση με μοναδικά ζώα και φυτά, πετρώματα που αναδύθηκαν από τα βάθη της γης, φαράγγια αμέτρητα, σπηλιάρια καταφύγια αγριμιών, πλούσιες κοιλάδες και εύφορους κάμπους, πέτρινα γεφύρια και εκκλησάκια στην άκρη του δρόμου. Και λίγοι τέτοιοι τόποι είναι και τόσο φιλόξενοι με τους ξένους – και ας είναι άγριοι με τα παιδιά τους – όπως η Κρήτη όπου οι Κουρήτες και η Αμάλθεια ανάθρεψαν τον Ξένιο Δία, σε μια σπηλιά στον Ψηλορείτη…
Ξεκινήσαμε από το νέο λιμάνι του Ηρακλείου, αγκαλιασμένοι κυριολεκτικά από ντόπιο κόσμο, αθλητές, μπρεβετάδες, εκπροσώπους φορέων (και κηδεμόνων) και όλοι μαζί με λαγούτα και τραγούδια και σειρήνες περιπολικών και ιαχές και χαιρετίσματα του κόσμου και των τουριστών που ξυπνάνε νωρίς για να μη χάσουν τη μαγεία του πρωινού, πιάσαμε να ανηφορίζουμε με θέα το βουνό που πίσω του δύει ο ήλιος. Μια θεόσταλτη τριγωνική αύρα από πάχνη αναδυόταν από τις πλευρές του χωρίς να καλύπτει διόλου την αυστηρά γεωμετρική μορφή του, αυτήν που οι Ενετοί με δέος βάφτισαν Στρούμπουλα, από το ηφαίστειο Stromboli το δικό τους.
Διασχίσαμε το εύφορο οροπέδιο, εκεί που οι αρχαίοι και οι σημερινοί Τυλίσσιοι καλλιεργούν τις ελιές, τα αμπέλια, και τα εσπεριδοειδή τους, και ανεβήκαμε ως τη Δαμάστα, με θέα στα δεξιά μας τη μικρή οροσειρά του Κουλούκωνα, αδελφό βουνό του Ψηλορείτη, αφού ανάμεσά τους αναπτύσσεται το σύνολο σχεδόν των χωριών του Μυλοποτάμου με προεξάρχοντα τ’ Ανώγεια στο ψηλότερο σημείο.
Μνήμες από τον γύρο Κρήτης που έκανα με 3 συντρόχους «ΑΓΙΟΥΣ» ήταν παρούσες σε πολλά σημεία της διαδρομής, όπως στις Μαργαρίτες, και κει δα στην στροφή που αρχίζει η αλύπητη ανηφόρα για τα Ανώγεια, όπου στα τέλη του Μάρτη ’17, μια γιαγιά Κατίνα μας φιλοξένησε με κουλουράκια και απάγκιο από την βροχή που δεν έμελε να τελειώσει, όμως, ως την κορφή. Έψαχναν τα μάτια μου να τη δουν, αλλά κυνήγαγα τον χρόνο και δεν σταμάτησα. Ντρέπομαι τώρα γι’ αυτό…
Ούτε τα αρχαία εδάφη στην Ελεύθερνα πρόλαβα να πατήσω, γιατί δεν θα ‘μενε ούτε μια μπάρα κρητικιά στο κοντρόλ, απέναντι από την επιβλητική Μονή Αρκαδίου, σταθμό ιστορικό στον αγώνα της επανάστασης. Πέσατε ωσάν αρπαχτικά, σύντροχοι Αθηναίοι, που ο ουρανίσκος μας ούτε κατά διάνοια δεν απολαμβάνει τέτοιες γεύσεις πάνω στο ποδήλατο ολοχρονίς του χρόνου… Συμβολικό φόρο τιμής στους πεσόντες ήρωες του 1866 αποτίσαμε τρανταζόμενοι στο χωματόδρομο και στο πλακόστρωτο γύρω από τη Μονή, που μας προετοίμαζε για τα κακά χάλια του δρόμου σε κάποια σημεία αργότερα στη διαδρομή. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα ‘θελα να τα είχαμε γλιτώσει αφού μαζί τους θα χάναμε και την αγριάδα ενός πρωτόγνωρου ορεινού τοπίου που εμείς της πόλης σπάνια έχουμε την ευκαιρία να διασχίσουμε, προστατευμένοι κάτω από τη σκέπη των διοργανωτών αυτού του brevet που είχαν την έννοια μας και πηγαινόρχονταν και μας ρωτούσαν αν είχαμε καμιά ανάγκη από τίποτα, και όλο τίποτα ήταν η απάντησή μας, αφού μας είχαν χορτάσει και ξεδιψάσει με τα καλούδια και τις υγρές προσφορές (όρος γενικός που υπονοεί και τη ρακή εκτός από το νερό και το ισοτονικό!).
Από τη διαδρομή ανάμεσα στο πρώτο και ως το δεύτερο κοντρόλ, θυμάμαι τις φορές που σήκωσα να μάτια μου να δω την κορφή του βουνού μπροστά μου, και ένιωσα απειροελάχιστη αφού ο αυχένας μου λύγιζε εντελώς κατά πίσω, τόσο ψηλό ορθωνότανε εμπρός μου. Και δεν πρέπει να ήταν η κορφή του Ψηλορείτη, παρά περιφερειακές «κορφούλες» αυτές που αντίκριζα. Κάπου στα δεξιά μας, στο οροπέδιο στο Αμάρι, φαντάστηκα πως είδα σπαρμένες κόκκινες τουλίπες, αυτές τις μοναδικές που φύτεψε εδώ κάποτε η Ηώ, η θεά της Αυγής.
Στο Αποδούλου, είδα μόνο την ταμπέλα, και όχι το Φράγκικο Κονάκι της λαίδης Χέυ, γιατί από κει ξεκίναγε η ανηφόρα (ΠΑΛΙ!) ως τον Πλάτανο και ακόμη παραπέρα ως τη Λοχριά, όπου δε θα ξεχάσω ποτέ τη μεγάλη καρδιά του βενζινά, που «φούλαρε» την ψυχή μας φιλοξενία και ενθάρρυνση με τα λόγια και τη συμπεριφορά του, ούτε τα παιδιά του χωριού που μου «φύλαγαν» το ποδήλατο με τρανταχτά γέλια, επειδή νόμισα πως κινδύνευα από κλοπή στα βουνά τση Κρήτης! Και φτάσαμε στις Καμάρες, κει που άφθονος φύεται ο δίκταμος, πλημμυρισμένοι από τις ευωδιές του μεσημεριού, χασμόφυτα που φύονται στα γκρεμνά και στα φαράγγια που ανάσαιναν και αμόλαγαν το άρωμά τους και σπιτικά φαγητά μαγειρεμένα από ροζιασμένα χέρια γιαγιάδων στα χωριά. Καμιά δεν παραλείψαμε να χαιρετήσουμε στο δρόμο, ούτε εκείνο το ζευγαράκι, έναν παππού μουστακαλή που άρμεγε τη γίδα ενώ η γιαγιά μάζευε χόρτα για το επαυριανό Κυριακάτικο τραπέζι.
Κι ύστερα η λίμνη Ζαρού… μ’ εκείνο το ΑΝΗΦΟΡΑΚΙ που συνοδευόταν από «πλάκα μας κάνουν, έτσι ;» και την έκπληκτη φωνή του συντρόχου μου του Γιάννη του τρίκυκλου που στα 30 μέτρα μπροστά του με είδε να απογειώνομαι σε ύψος, αλλά… πράσινες αποχρώσεις και γαλήνιο νερό, εκεί που το μάτι μας είχε λίγο στεγνώσει από την γκριζάδα των γυμνών ψηλών κορφών. Και δος του τα ταΐσματα και οι θερμές κουβέντες στο κοντρόλ και το απογευματινό μας καφεδάκι στο χωριό, με λίγο ηλάκο που ζέσταινε το κορμί, και την βαριά προφορά των ντόπιων με τις στεντόρειες φωνές και τα στόματα ανοιχτά όταν ακούγαν το κατόρθωμά μας…
Και μας ξεγέλασε η γλύκα της κοντρολιέρισας και του κοντρολιέρη (αχ, Αντώνη, αχ, Αντώνη!!!) και θαρρέψαμε πως έχει η Κρήτη κατηφόρα που δεν ανηφορίζει. Και με το πάσο μας, και με τα τραγούδια μας, και δος του «Στση Γραμπούσας το ακρωτήρι εγλεντούσα μια φορά…» και γούτσου – γούτσου με τα ‘ριφάκια που ξεπετάγονταν στο δρόμο, και να ‘σου και μια 14άρα κλίση εκεί στο ξαφνικό και δεν ετέλειωνε αυτή η «κατηφόρα» και κόντεψε να μη μείνει καλιτσούνι στο Χουδέτσι για πάρτι μας… Αλλά θα μας άφηναν έτσι οι Κρητικιές; Μωρέ εκείνη την ώρα θα τα ‘φτιαχναν και αν δεν είχαν. Βέβαια, εμείς θα χάναμε τον τερματισμό στην ώρα μας, αλλά δεν βαριέσαι, κερδίσαμε τόσα μα τόσα πιο πολλά και χάρη στη ρακή στο τρίτο κοντρόλ και στα μελωμένα τριγωνάκια τον προλάβαμε και τον τερματισμό!
Ήταν πια σκοτάδι σαν περνούσαμε πλάι στον ασβεστολιθικό και πανάρχαιο όγκο του Γιούχτα, εκει που φυτρώνει το λουλούδι του Δία, πάνω στο χώμα που ο μύθος θέλει θαμμένο τον Ολύμπιο θεό. Η υγρασία της ημέρας που έφευγε να πάει σε άλλα μέρη, έφερνε μαζί της ηλεκτρισμένη την ατμόσφαιρα από τις παρακείμενες Αρχάνες και το Κνωσσιανό φαράγγι, πλούσια την αύρα της ιστορίας μαζί με τη μυρωδιά της αιωνιότητας του φασκόμηλου και της ρίγανης. Φυσικό ήταν, λοιπόν, να χαθώ η αλαφροΐσκιωτη, αλλά… λιγουλάκι, και έτσι η περιπέτεια είχε και νοστιμάδα…
Νοστιμάδα; Πιο μεγάλη από αυτή που μας περίμενε στο τέρμα, δεν υπήρχε. Και δεν ήταν το γενναιόδωρο γεύμα που μας πρόσφεραν απλόχερα οι διοργανωτές, μόνο ήταν πιο πολύ ακόμη, η χαρά και τα χειροκροτήματα και οι αγκαλιές εκεί πλάι στα τείχη, στο Ενετικό Λιμάνι του Ηρακλείου, που θα αντηχούν ως του χρόνου τέτοιο καιρό στα αυτιά μου!
Συγχαρητήρια σύντροχοι Ηρακλειώτες, και να κρατάτε ζωντανή την αγάπη για το ποδήλατο, αυτήν την αγνή και τη ζεστή που δεν κλείνει κανέναν έξω από τα τείχη της, και είμαστε όλοι ίσοι σε δικαιώματα και ας μην είμαστε ίσοι σε δεξιότητες, ίσοι στο δικαίωμα της χαράς και της συντροφικότητας. ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ!