Η Λέσχη Ποδηλατών μεγάλων αποστάσεων οργάνωσε το ΠΣΚ 3-5 Μαΐου το Brevet 600 χλμ.
Κείμενο: Έφη Τριανταφυλλίδου
Φωτογραφίες: Αντώνης Ζαχαριάδης
Η εκκίνηση ήταν από Κόρινθο, μεσαίο σταθμό στη Λευκάδα και επιστροφή στην Κόρινθο.
Οι διοργανωτές σχεδίασαν μία υπέροχη διαδρομή, που εναρμονιζόταν απόλυτα με τις ώρες της ημέρας – και της νύχτας – που θα περνούσαν οι συμμετέχοντες από τα πάμπολλα σημεία ενδιαφέροντος και ανέδειξαν το φυσικό κάλλος των περιοχών της Δυτικής Στερεάς στα σύνορα με το Ιόνιο και τα νησιά του.
Κατάφεραν, ακόμη, να αποτυπώσουν με ειλικρίνεια την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα, όπερ μεθερμηνευόμενον, καμία προσπάθεια να βελτιώσουμε τις παροχές προς τον τουρίστα, όχι μόνο τον εναλλακτικό σαν εμάς, αλλά γενικά, αρχής γενομένης από το άθλιο και εγκαταλειμμένο οδόστρωμα και την ανεξέλεγκτη στάθμευση των μηχανοκίνητων που σε πολλά σημεία βιάζει ακόμη και την ίδια τη φύση, μεταλλάζει την ιδιαιτερότητα των αξιοθέατων και δημιουργεί μία αντιαισθητική εικόνα στον επισκέπτη που έρχεται να απολαύσει ειδυλλιακές διακοπές στη χώρα του «ζήσε το μύθο σου»!
Ο δικός μου μύθος, χωρίς homologation τούτη τη φορά, ξεκίνησε την Παρασκευή 3 Μαΐου, στις 20:00 στην περιοχή της Κορίνθου. Από εκεί και ύστερα, ως αργά το πρωί της Κυριακής 5 Μαΐου, που βρέθηκα ξανά στο ίδιο μέρος, πέρασαν: δύο νύχτες, δύο πρωινά, ένα μεσημέρι και ένα απόγευμα πάνω στο ποδήλατο με διαλείμματα για φαγητό – τρόπος του λέγειν – χωρίς ύπνο, με εξαίρεση ένα 5λεπτο σε άβολη καρέκλα καφετέριας κάπου στο Μεσολόγγι και ένα 10λεπτο στο ferry από Αντίρριο για Ρίο, που τρανταζόταν από τον μαινόμενο Αίολο, αυτοπροσώπως!
Δεν έχω παράπονο, όμως, την πρώτη νύχτα, ο Ηρακλής μας επέτρεψε να διαβούμε ανενόχλητοι την Κλόκοβα, κοινώς Παλιοβούνα, στα νότια της Αιτωλοακαρνανίας κοντά στο Αντίρριο, εκεί που κάποτε κατακρήμνισε τον Νέσσο επειδή προσπάθησε να αρπάξει τη Δηιάνειρα και πνίγηκε ο δόλιος στον Εύηνο. Για καλή μας τύχη, γαλήνιο ήταν το πέρασμά μας και από το φαράγγι της Κλεισούρας, καθώς πιάσαμε στον ύπνο τους εμποράκους που κατασκήνωναν εκεί επ’ ευκαιρία της πανήγυρης προς «τιμή» της Παναγιάς της Ελεούσας και απολαύσαμε τη σιγαλιά της νύχτας που απλωνόταν από άκρη σ’ άκρη των τοίχων του φαραγγιού που σχηματίζουν γκρίζοι και πορτοκαλιοί βράχοι 150μ. ύψους από ασβεστόλιθο… Με άσβεστο πάθος και εμείς συνεχίσαμε το πετάλι ακάθεκτοι και αφεθήκαμε να μας μαγέψουν οι Λίμνες Λυσιμαχεία, Οζερός και Αμβρακία, που, όπως μαρτυρούν περιηγητές του 19ου αλλά και των αρχών του 20ου αι., χάνονταν μέσα σε ένα αδιαπέραστο τεράστιο δάσος, από το οποίο σήμερα απομένει ένα χαμηλής βλάστησης μεν, μοναδικό, παρόλα αυτά, οικοσύστημα.
Στο Αγρίνιο περίμενα πιο λούμπεν την κατάσταση στα ΚΤΕΛ, όπου ήταν και το 1ο κοντρόλ, στο 200 χλμ., αλλά εντυπωσιάστηκα θετικά από τις εγκαταστάσεις. Ώσπου να φτάσουμε Αμφιλοχία, όμως, είχαμε χωνέψει ό,τι είχαμε επιμελώς εφοδιάσει τον οργανισμό για να συνεχίσει, αφού εδώ το οδόστρωμα έχει αλύπητα βασανιστεί από τα φορτηγά και τα κάθε είδους βαρέα οχήματα.
Ζούσα δύο χρόνια με το όνειρο να αντικρίσω τη Βόνιτσα από ψηλά, αλλά με ποδήλατο αυτή τη φορά! Και πραγματοποιήθηκε κι αυτό! Τι άλλο να ζητήσω πια…
Το αρχαίο Ανακτόριο, λοιπόν, η Βόνιτσα, δηλαδή, ήταν αποικία των Κορινθίων από τον 7ο αι. π.Χ., εκεί στη νότια πλευρά του Αμβρακικού κόλπου, και μία από τις πιο σημαντικές πόλεις της Ακαρνανίας, ώσπου «ήρθαν στον τόπο οι οχτροί», οι Ρωμαίοι και ανάγκασαν τον πληθυσμό να μετοικίσει απέναντι στην – πανέμορφη από πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής άποψης – Νικόπολη. Μαράζωσε το Ανακτόριο, αλλά ήρθαν αιώνες μετά οι Ενετοί και κατάλαβαν την αξία του και έχτισαν ένα από τα πιο όμορφα κάστρα που θα βρει ο επισκέπτης στην Ελλάδα.
Συνεχίζοντας το δρόμο προς τη Λίμνη Βουλκαριά, γέλασα σκωπτικά από μέσα μου με την ονομασία ξενοδοχείου, για να διαπιστώσω αργότερα πως ήταν εμπνευσμένη από τη διώρυγα της Κλεοπάτρας όπως ονομάζεται – ποιος να ξέρει γιατί, αλλά ίσως μπορεί να φανταστεί – το στενό σημείο που ενώνει τη Λίμνη με τη θάλασσα.
Από εκείνο το σημείο και μετά, δεν θυμάμαι να ξαναγέλασα…
Δεν θα πω ψέματα, τη Λευκάδα δεν τη χάρηκα. Δεν έβλεπα την ώρα να ξεπατήσουμε το ποδάρι μας από κει, ελπίζοντας πως ο αέρας θα έχει αλλάξει γνώμη στην επιστροφή μας. Μάταιες ελπίδες. Στο 300 χλμ., λοιπόν, όπου και το 2ο κοντρόλ, φτάνω αποθαρρημένη στο Νυδρί, έχοντας ψυλλιαστεί πως η εκδρομή των 600 χλμ. που είχα «φτιάξει» στο μυαλό μου και που για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησα να τρέχω σε μπρεβέ ΔΕΝ με είχε αγχώσει από 15 ημέρες πριν, δεν θα ήταν τόσο απλή υπόθεση.
Το σκηνικό στο νησί, ήταν αλλόκοτο. Τόσο αταίριαστο με τη χρονική πραγματικότητα. Μάιος μήνας, ιστιοπλοϊκά που περιμένουν το καλοκαίρι για να επανδρωθούν και να κατοικηθούν από χαρούμενα κορμιά που λιάζονται στον ήλιο και δροσίζονται στη γαλήνια Ιόνια θάλασσα να χτυπιούνται από τον λυσσασμένο αέρα κατάρτι με κατάρτι, οι επισκέπτες και οι ντόπιοι να κυκλοφορούν με μπουφάν κλεισμένα ως πάνω, και εμείς να παλεύουμε με μποφόρ κι ανηφοροκατηφόρες, κρυφοπαρακαλώντας μετά την κάθε στροφή να μας βρει πιο ούριος. Αφήνοντας το Νυδρί και το ραχάτι των απλών ανθρώπων μες το μεσημέρι του Σαββάτου, στο δρόμο της επιστροφής, αναρωτιόμουν γιατί να μην είμαι και εγώ μια από αυτούς; Ζήλεψα, το ομολογώ!
Ανεμοδαρμένη ξανά μετά το πέρασμά μας στη Στερεά, μέσω του πορθμού στο Δρέπανο, ούτε μία ματιά δεν γύρισα να ρίξω στο καστράκι της Αγιά–Μαύρας, να φανταστείτε. Χτισμένο από τον Ιωάννη Ορσίνι γύρω στα 1300, για να προστατέψει το νησί από τους πειρατές (ΚΑΙ από τους ανέμους! Ίσως; ) Όταν ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Κομνηνός του χάρισε τη Λευκάδα επ’ αφορμής του γάμου του. Ωραίο γαμήλιο δώρο του έκανε του Ορσίνι ο ΝΙκηφόρος, σκέφτηκα, και δος του πάλι πετάλι χωρίς εμφανές αποτέλεσμα...
Το απόγευμα του Σαββάτου ήταν το αποκορύφωμα του ονείρου, όταν μετά τον Άγιο Νικόλαο και τη Λίμνη Βουλκαριά, στην επιστροφή, στρίψαμε δεξιά για να κατέβουμε παράλληλα με τις δυτικές ακτές της Στερεάς προς Πάλαιρο, Μύτικα και Αστακό, όπου ήταν και το 3ο κοντρόλ στο 400 χλμ. Αφού περάσαμε τον αγέρωχο ορεινό όγκο του Σέρεκα από το ένα μας χέρι και πεδινές εκτάσεις κι αρμυρόβαλτους από το άλλο, και ενώ μυρωδιά από τα μυκηναϊκά ως τα ενετικά ερείπια της περιοχής απλωνόταν παντού, άρχισαν τα ανελέητα ανεβοκατεβάσματα, με σκληρές κατά τόπους κλίσεις για πόδια που ήδη κουβαλούσαν 330 όχι πανεύκολα χιλιομετράκια.
Ήταν, όμως, οι εικόνες στα χιλιόμετρα που θα ακολουθήσουν ως τον Αστακό, που σβήνουν κάθε πόνο. Που ανταμείβουν κάθε προσπάθεια. Εικόνες που κάνουν ένα ταξίδι να έχει νόημα να το ξεκινήσεις για να ζήσεις μέσα στην αύρα ενός τόπου, άγριου και ερημικού, όσο και ρομαντικού με την έννοια της έντασης και των διαβαθμίσεων του πάθους της φύσης, της κλιμάκωσης των χρωμάτων, της γαλήνης της θάλασσας και της απεραντοσύνης του ορίζοντα και, τελικά, της μανίας που ξεσπάει με καταιγίδα στην κορφή ενός βουνού, στην απόληξη των Ακαρνανικών Ορέων, ακριβώς την ώρα του λυκόφωτος. Και τα Πριγκηπονήσια της Λευκάδας να κάθονται ασάλευτα μέσα στην αγκαλιά του πελάγους, και κάπου δυτικά λίγο πιο κάτω, η Ιθάκη. Η «Ιθάκη» του καθενός μας…
Με πολύ κόπο καταφέρνω να ανοίξω το σάκο, ενώ, παράλληλα, αγωνίζομαι να συγκρατήσω το ποδήλατο να μη φύγει στον γκρεμό. Φοράω πάνω από τα μουσκεμένα ρούχα μου το αδιάβροχο και ξεκινάω την βρεμένη κατάβαση για Αστακό. Στο γραφικό του λιμανάκι, έχει πέσει η (δεύτερη για μένα) νύχτα και κανείς εκεί κάτω δεν φαντάζεται τι συμβαίνει επάνω στο Δίκορφο...
Ανεφοδιασμός νοστιμότατος αυτή τη φορά και πάλι ανάβαση με επόμενο προορισμό το Αιτωλικό. Το σκοτάδι μαλακώνει τις κλίσεις, τα πόδια, όμως, τις νιώθουν, αλλά και πάλι ο αντιπερισπασμός έρχεται άνωθεν. Αστραποκέραυνα ζωγραφίζουν ηχηρά και με μουντά γκρι και μωβιά χρώματα τον ουράνιο θόλο απέναντί μας, σε λίγο έρχονται στα αριστερά μας και κάπου πριν την κατάβαση τα αφήνουμε πίσω μας. Το οδόστρωμα συνεχίζει να είναι επώδυνο, όσο πάει και περισσότερο, πλέον. Από την κούραση, μπερδεύω τη γέφυρα στο Νεοχώρι που περνάει πάνω από τον Αχελώο με τη γέφυρα του Αιτωλικού, που τελικά είναι 10 χιλιόμετρα πιο κάτω και γκρινιάζω για την φτωχή της κατασκευή και αισθητική, αν αναλογιστεί κανείς το μαγικό τοπίο στο οποίο εντάσσεται.
Στο Μεσολόγγι μας υποδέχεται φωτισμένος ο τοίχος του κήπου των Ηρώων, και οι μικροί ποδηλατοήρωες αποφασίζουν να κάνουν μια ολιγόλεπτη στάση ύπνου. Ο αέρας είναι κρύος και δεν βολευόμαστε εύκολα στην ύπαιθρο, για να καταλύσουμε τελικά σε μία κλειστή καφετέρια πάνω στο δρόμο. Είδα και όνειρο θαρρώ, στα 5 λεπτά ύπνου που ήταν υπεραρκετά για να πάρουν ολοκληρωτικά από το σώμα τους κραδασμούς 24 ωρών ποδηλασίας! Μια μορφή σαν από πίνακα του Ευγένιου Ντελακρουά ή του Θόδωρου Βρυζάκη με το Ολοκαύτωμα της Ιερής Πόλης, σαν να με προειδοποιούσε για τον άνισο αγώνα που θα δινόταν στα επόμενα χιλιόμετρα. Η Κλόκοβα ανταριαζόταν…
Δεν έχω ξανακούσει τον θυμό του ανέμου. Έχω χαλαρώσει με την ανάσα του, έχω κουρνιάσει με τη βουή του, μα δεν τον έχω ξανασυναντήσει τόσο θυμωμένο ποτέ!
Ωρυόταν, με βρυχηθμούς που έφερνε από μακριά, από χώρες πιο νότιες και ζεστές, και έκαιγε η αναπνοή του καθώς ανέβαινε από τη θάλασσα και χτύπαγε στα βράχια της Παλιοβούνας και ξαναγύριζε κυκλικά και έγλυφε το δρόμο και βυθιζόταν πάλι στο γκρεμό παίρνοντας μαζί του ό,τι μπορούσε να ανακατέψει στο μανιασμένο του πέταγμα. Πέτρες αποκόβονταν από τα τοιχώματα και τα σπηλιαράκια του βουνού και έσκαγαν μπροστά μας, λίγο πιο κάτω τα κόκκινα φώτα των συντρόχων έτρεμαν δώθε κείθε και πίσω μου η παρουσία του Μάνου, που φώτιζε δυνατά το δρόμο, ενώ πάλευα σφιγμένη πάνω στο τιμόνι ενός «φτερού» και όχι ποδηλάτου, να ισορροπήσω γλιστρώντας δεξιά αριστερά.
Αρνούμουν να κατέβω από το ποδήλατο, πίστευα πως μαζί θα τα καταφέρναμε κι οι δυο μας, ή θα χανόμασταν κι οι δυο μας χωριστά. Προσπάθησα να μιλήσω στον Άνεμο. Αναρωτήθηκα γιατί τόσος θυμός. Άδικα. Τον επέπληξα με όλη τη δύναμη της φωνής μου. Μάταια. Έβαλα όση δύναμη είχα να κάνω πετάλι κι ήταν σαν να προσπαθούσα να περάσω μέσα από έναν αδιόρατο τοίχο. Η κατάβαση ήταν εφιαλτική και βασανιστικά ατέλειωτη, αλλά πάνω στο πορτοκαλί ποδήλατο που μοιραστήκαμε το ταξίδι!
Η «εκδρομή» μου, όμως, είχε αλλάξει ρότα…
Η Κυριακή 5 Μαΐου επανατοποθέτησε τα όρια του φόβου μέσα μου. Αναμετρήθηκα με τον θεό του Ανέμου και τον ευχαριστώ για την πολύτιμη διδαχή του.
Σ’ ευχαριστώ, Αίολε, κι εγώ, αυτοπροσώπως!