Ή όπως λέμε: τα Brevet δεν ακυρώνονται…
Κείμενο-Φωτό: Δημήτρης Καλτσάς
Q.Τα Brevets διεξάγονται κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες;
Πότε ακυρώνεται μια εκδήλωση;
A. Ποτέ. Απλά δεν έχει συμμετοχές αν δεν πάρει κανείς μέρος. (από την ενότητα Συχνές Ερωτήσεις της ιστοσελίδας της Λέσχης Ποδηλατικού Τουρισμού Ελλάδας http://www.brevets.gr/brevets.html)
Αυτή ήταν η κυρίαρχη σκέψη την εβδομάδα που προηγήθηκε του φετινού brevet Αλεξανδρούπολης, που κινδύνευε σοβαρά να γίνει ένα από αυτά τα brevet με μηδενικές συμμετοχές…
Είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από το τελευταίο περσινό brevet. Ο χειμώνας κατά τη διάρκεια της ανάπαυλας ήταν πολύ ήπιος, με μεγάλα διαστήματα καλού καιρού και θερμοκρασιακές συνθήκες ανεβασμένες. Κατά τη διάρκεια των διακοπών των Χριστουγέννων λοιπόν, όλα έδειχναν πως το πρώτο brevet του 2017, το παραδοσιακό της Αλεξανδρούπολης, θα ήταν ένα ευχάριστο και άνετο brevet, και με αρκετές συμμετοχές όπως προέκυπτε από τις διάφορες συζητήσεις με συμποδηλάτες και φίλους… Να όμως που κατά την πρωτοχρονιά, οι μετεωρολογικές προβλέψεις ενημερώνουν το κοινό για την «Αριάδνη», τον επερχόμενο χιονιά που θα ρίξει κατακόρυφα την θερμοκρασία και θα ντύσει την χώρα στα λευκά, με αποκορύφωμα το βράδυ της Πέμπτης και την ημέρα της Παρασκευής. Το Σάββατο φαίνεται να δείχνει διάθεση να χαλαρώσει λιγάκι από απόψεως φαινομένων, με εξαίρεση τους ισχυρούς βοριάδες. Ίσως τελικά να είναι καλύτερα από τις αρχικές προβλέψεις. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, σε συζητήσεις με ντόπιους ποδηλάτες διαφαίνεται ότι θα είναι εφικτό το brevet. Βέβαια το χοντρό έχει ακόμα να συμβεί. Με αυτό σαν δεδομένο, αποφασίζω την Πέμπτη ότι θα τη κάνω τη βόλτα από την Αλεξανδρούπολη, ελπίζοντας για το καλύτερο. Την Παρασκευή το πρωί μιλάω στο τηλέφωνο με τους διοργανωτές των BLE. Αποφασίζουμε, πηγαίνοντας στην Αλεξανδρούπολη να περάσω ανάποδα τη διαδρομή του brevet από τις ανεμογεννήτριες και τη Λεπτοκαρυά για να εκτιμήσω την κατάσταση του δρόμου. Γίνεται και σχετική ανακοίνωση στην ιστοσελίδα των μπλε. Η επιτόπου αυτοψία θα έχει καθοριστικό ρόλο όσον αφορά τη διαδρομή.
Φεύγω με συγκρατημένη όρεξη το απόγευμα των Φώτων. Ήδη η θερμοκρασία είναι αρκετά υπό το μηδέν κατά μήκος της διαδρομής. «Πιάσανε τα μπιλοζήρια», για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση της Ελληνοκαναδικής διαλέκτου. Τα «μπιλοζήρια» είναι ένα σύνθετο λήμμα της μοντέρνας Ελληνοκαναδικής καθομιλουμένης, αποτελούμενο από τα δύο αγγλικά below και zero, που υπέστη μετά τη σύνθεσή των μερών του την μαγική κατά τη συνήθεια των ομογενών μεταμόρφωση στα ελληνικά… Όπου έχει νερά στην άκρη, αυτά έχουν παγώσει, ωστόσο ο δρόμος είναι ανοικτός. Φτάνω κατά τις 9.30 το βράδυ στη Νέα Σάντα Έβρου με στεγνές συνθήκες και αρχίζω να ανεβαίνω ανάποδα τον δρόμο που θα πρέπει να κατέβουμε την επομένη το πρωί. Είναι στεγνός, και με εξαίρεση κάνα δυο σημεία με λίγο πάγο στην άκρη του δρόμου, άνευ σημασίας, είναι εντελώς κατάλληλος για ποδηλασία. Όμως ανεβαίνοντας, σε υψόμετρο περίπου 500 m ο δρόμος καλύπτεται ακαριαία σ’ όλο το πλάτος με παγωμένο χιόνι. Η μετάβαση από το πλήρως στεγνό στο απολύτως παγωμένο γίνεται εντελώς ξαφνικά, σε διάστημα μόνο 10μ.
Ελπίζοντας ότι η παγοκάλυψη είναι σημειακή, συνεχίζω την ανάποδη κατάβαση. Ίσως σε μερικά μέτρα ο δρόμος να ξαναστεγνώσει… Όμως όχι, μετά από δύο χιλιόμετρα πρόσθετης απόστασης, και ενώ απέχω άλλα έξι από τη διασταύρωση για Δέρειο, οι συνθήκες όχι μόνο δεν βελτιώνονται αλλά και σταθερά χειροτερεύουν. Δεν είναι πούδρα, αλλά χιόνι που έπεσε βρεμένο και πάγωσε επιτόπου, σβολιασμένο σαν αποτυχημένη μπεσαμέλ! Η θερμοκρασία είναι -8°C. Έξω δεν χιονίζει αλλά φυσάει με δαιμονισμένες ριπές, και το χιόνι που σηκώνει ο αέρας από τις γύρω πλαγιές καταβροχθίζει το τζιπάκι για μερικά δευτερόλεπτα κάθε φορά, ενώ εγώ μέσα στις πολλαπλές μίνι χιονοθύελλες δεν βλέπω ούτε ένα μέτρο μπροστά!
Τραβάω μερικές φωτογραφίες και προσπαθώ να τηλεφωνήσω για να ειδοποιήσω ότι ο δρόμος είναι αδιάβατος… δεν έχει σήμα… Κάνω στροφή 180 μοιρών και κατεβαίνω προσεκτικά τη παγωμένη κατηφόρα… Γενικώς σαν ψυχολογία δεν έχω τη τάση να αγριεύομαι, αλλά ομολογώ ότι νιώθω ανακούφιση όταν σταματάει το κρακρακρακρακ κάτω από τα λάστιχα και αυτά πατάνε ξανά στο στεγνό, γεμάτο πρόσφυση ice-free οδόστρωμα!
Τελικά καταφέρνω να μιλήσω με τους Μπλε και να τους στείλω τις φωτογραφίες. Αποφασίζεται να δοθεί εναλλακτική διαδρομή που δεν θα έχει ορεινά περάσματα και γενικώς θα βρίσκεται κοντά στον πολιτισμό. Η ώρα έναρξης πάει για τις 9 αντί τις 8. Το brevet θα γίνει. Άλλωστε, όπως είπαμε παραπάνω, τα brevet δεν ακυρώνονται.
Την άλλη μέρα το πρωί έξω ρίχνει ένα ελαφρύ χιονάκι που έχει δημιουργήσει μια ψιλή στρώση πάνω στο οδόστρωμα. Παρά το γεγονός ότι έχει μόνο -3°C, φτάνουμε κουκουλωμένοι με τον Κώστα Δεληγεώργη για την εκκίνηση απέναντι απ’ τον φάρο. Εκεί συναντάμε μερικούς φίλους που ήρθαν να μας ξεπροβοδίσουν, καθώς και τον Σάββα Ρωμανίδη, έτοιμος και αυτός για την εκκίνηση. Αυτοί είμαστε! Το χιόνι φαίνεται να δυναμώνει και μας προβληματίζει. Τελικά οι τρεις αποφασίζουμε να ξεκινήσουμε και όσο πάει. Αν δούμε ότι δεν μας παίρνει, εγκαταλείπουμε. Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε και τίποτ’ άλλο να κάνουμε εκείνη τη στιγμή…
Μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες και ξεκινάμε στις 9 ακριβώς. Φέτος ούτε βασιλόπιτες, ούτε πολλά-πολλά όπως τις προηγούμενες χρονιές… εκτιμούμε ότι το καθοριστικό σημείο για το αν θα συνεχίσουμε ή όχι θα είναι το «ορεινό» πέρασμα της Μέστης (ορεινό κατ’ ευφημισμό, μέγιστο υψόμετρο 270 μέτρα, χαχαχα!). Αμέσως έξω από την Αλεξανδρούπολη χιονίζει πλέον κανονικά και ο δρόμος είναι κατάλευκος. Ποδηλατούμε στην φρέσκια, απάτητη πούδρα που έχει πρόσφυση, σε αντίθεση με το πατημένο χιόνι στις ροδιές που γλιστράει. Ωστόσο, ενώ δεν έχουμε φτάσει ακόμα Νέα Χιλή ο Σάββας γλιστράει και πέφτει. Τίποτε το σοβαρό, αλλά η πτώση είναι γι’ αυτόν το κερασάκι στη τούρτα και αποφασίζει να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Εγώ με τον Κώστα λέμε να το παλέψουμε, να φτάσουμε μέχρι Δίκελλα και βλέπουμε. Στα πρώτα αυτά χιλιόμετρα, δεν μπορώ να πω ότι ταλαιπωρούμαστε. Η πούδρα έχει πρόσφυση, οι ταχύτητές μας είναι χαμηλές, τα μικρά ανηφοράκια ανεβαίνονται κανονικά και το κρύο είναι εντελώς αποδεκτό. Περνάμε κάτω από την Εγνατία και λίγο μετά περνάμε και τη διασταύρωση για Δίκελλα. Πλέον όμως το κρύο έχει ενταθεί και το θερμόμετρο δείχνει έως και -6°C. Όπου έχει πατήσει αυτοκίνητο η άσφαλτος έχει μετατραπεί σε παγοδρόμιο. Για να ανέβουμε τις, ευτυχώς ήπιες, ανηφόρες, ψάχνουμε την λεπτή, στεγνή λωρίδα στο οδόστρωμα, και όταν αυτή δεν υπάρχει, που είναι συχνά, προτιμάμε το απάτητο. Από απροσεξία πατάω στον πάγο και χάνω την πρόσφυση στον πίσω τροχό κατά την πεταλιά. Πέφτω με μηδενική ταχύτητα και προσγειώνομαι στην αριστερή πλευρά, το ποδήλατο από πάνω μου. Το τερέν δε συγχωρεί το παραμικρό λάθος. Ως εκ τούτου, το πέρασμα μέχρι τη Μέστη είναι κουραστικό, αφενός γιατί κρυώνουμε επειδή δεν μπορούμε να αναπτύξουμε αξιοπρεπή παραγωγή ισχύος που θα μας ζεστάνει, και αφετέρου γιατί πρέπει να είμαστε συνεχώς συγκεντρωμένοι στο δρόμο ώστε να μην γλιστρήσουμε.
Σιγά-σιγά φτάνουμε στη Μέστη. Ξαφνικά ο δρόμος γίνεται εντελώς στεγνός. Πως γίνεται αυτό, αναρωτιέμαι, σαν και χθες το βράδυ μόλις βγαίνεις από τα σύνορα του Νομού Έβρου καταργείται ο πάγος, θαρρείς και έχει τεθεί εκτός νόμου στο Νομό Ροδόπης (?!?). Βάζουμε τα κεφάλια κάτω και… ζεσταινόμαστε, τουλάχιστον ο κορμός μας. Σχεδόν αμέσως φτάνουμε στις Σάπες και σταματάμε για να πιούμε νερό κλπ, καθώς τα υγρά στα παγούρια μας έχουν προ πολλού μετατραπεί σε πάγο, αφήνοντας μας διψασμένους. Με την ευκαιρία, πίνουμε και καφέ.
Έχουμε καθυστερήσει σε σχέση με την απόσταση, και αν και έχουμε ακόμα περιθώριο συζητάμε πως θα προλάβουμε τις ώρες διέλευσης από τα κοντρόλ. Μετά θυμάμαι έναν όρο των κανονισμών που αναφέρει ότι επιτρέπεται η διέλευση από τα κοντρόλ εκτός ορίου εφόσον η καθυστέρηση οφείλεται σε απρόβλεπτες καταστάσεις και όχι σε υπαιτιότητα ή έλλειψη προετοιμασίας των αναβατών. Αν και δεν είχαμε λόγο ν’ ανησυχούμε, η σκέψη αυτή μας δίνει πρόσθετη ασφάλεια καθώς φαίνεται πλέον ότι θα το τελειώσουμε το brevet.
Κομοτηνή. Τραβάμε φωτογραφία στο σπαθί της πλατείας Ειρήνης. Κάνουμε στάση για φαγητό σε ένα μπουγατσατζίδικο. Μίση ώρα αργότερα, προς μεγάλη μας λύπη καθώς είμαστε πλέον άνετοι, αναγκαζόμαστε να εγκαταλείψουμε τη ζεστασιά του μαγαζιού. Τα αντίστροφα χιλιόμετρα μέχρι τη Μέστη είναι γρήγορα παρά τον πλαγιομετωπικό αέρα. Φτάνουμε στο σύνορο μεταξύ στεγνού και παγωμένου οδοστρώματος όπου μιλάω στο τηλέφωνο με τους Μπλε που παρακολουθούνε την πρόοδό μας. Περνάμε το παγωμένο κομμάτι μέχρι τα Δίκελλα με την ίδια δυσκολία όπως και στο πήγαινε. Ο δρόμος από κει και μέχρι την Αλεξανδρούπολη είναι βρεγμένος, ίσως λόγω του αλατιού, ίσως λόγω του χιονόνερου που ρίχνει. Οι θερμοκρασίες όμως είναι κάτω από το μηδέν, κάπου μεταξύ -2 και -3. Το σπρέι που πετάνε οι ρόδες μας παγώνει πάνω στους σκελετούς των ποδηλάτων μας.
Φτάνουμε Αλεξανδρούπολη. Ο Κώστας μπαίνει σ’ ένα μαγαζί να φάει, εγώ δεν πεινάω και μπαίνω στο διπλανό μαγαζί για καφέ. Συναντιόμαστε 15 λεπτά αργότερα έξω για να ξεκινήσουμε για το τελευταίο σκέλος 67 χιλιομέτρων του brevet.
Στα πρώτα μέτρα προσπαθώ να ρίξω το δίσκο, αλλά το ντεραγιέρ δε κουνιέται. Το συρματόσχοινο κρεμάει. «Κώστα, νομίζω πως έσπασε η ντίζα του μπροστινού ντεραγιέρ». Λίγο παρακάτω λέει ο Κώστας ότι έχει ένα ποδηλατάδικο, που όμως το βρίσκουμε κλειστό. Εν τω μεταξύ, η αλυσίδα έπεσε από μόνη της από τον μεγάλο στον μεσαίο δίσκο. Ίσως να μπλόκαρε εκεί το ντεραγιέρ λόγω του πάγου που το έχει εγκλωβίσει, όμως αν είναι σπασμένη το συρματόσχοινο κινδυνεύει κάποια ώρα να πέσει στον μικρό δίσκο. Έχω εργαλεία και σύνεργα μαζί μου στο σπίτι του Κώστα, αλλά ποιος ξέρει πόσην ώρα θα πάρει να ξεπαγώσουν τα στοιχεία του ποδηλάτου και να το αλλάξουμε. Εκτιμώ ότι αν πέσει στον μικρό δίσκο και συνεχίσω με σπινάρισμα, ο χαμένος χρόνος θα είναι ίσος με τον χρόνο που θα χρειαστούμε να αλλάξουμε το συρματόσχοινο.
Συνεχίζουμε με την αλυσίδα προς το παρόν μπλοκαρισμένη στον 42. Το πίσω ντεραγιέρ που λειτουργεί κανονικά μου δίνει αρκετό εύρος για ικανοποιητικές ταχύτητες, με δεδομένες τις συνθήκες.
Ανατολικά της Αλεξανδρούπολης, ο δρόμος είναι βρεγμένος αλλά χωρίς πάγο. Χωρίζουμε για λίγο με τον Κώστα αλλά ξανασμίγουμε στο ύψος του αεροδρομίου. Στο Μοναστηράκι οι συνθήκες αλλάζουν πάλι. Χιονίζει παχιές νιφάδες και πέφτει η θερμοκρασία. Ταλαιπωρούμαστε στα ανηφοροκατηφοράκια για να βρούμε μια καθαρή γραμμή. Φοβόμαστε καθώς ο δρόμος είναι ευθυτενής και φαρδύς με αποτέλεσμα τα αυτοκίνητα και λεωφορεία να αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες.
Σιγά-σιγά φτάνουμε στις Φέρες ενώ έχει νυχτώσει. Το τοπίο είναι λευκό, η μάλλον έχει την πορτοκαλί εκείνη χροιά που του δίνει ο οδοφωτισμός. Περνάμε την κωμόπολη. Θέλουμε μόνο τρία χιλιόμετρα για Αρδάνιο και επιστρέφουμε… Βλέπουμε κάτι τον μπλε φάρο ενός περιπολικού, που έρχεται στα αριστερά μας. Ο αστυνομικός πατάει το κουμπί και κατεβαίνει το ηλεκτρικό παράθυρο: «Παιδιάαα, που πάαατε;» ρωτάει με ένα μείγμα δυσπιστίας, θλίψης αλλά κυρίως βαθύτατης απορίας.
«Ε, να, εμείς κάνουμε brevet…» κλπ, κλπ…
«Ξέρετε έξω έχει μείον επτά, χιονίζει και έχει πάγο στο δρόμο. Εγώ σαν τροχαία δεν μπορώ να σας επιτρέψω να βρίσκεστε στο δίκτυο, όχι μόνο επειδή κινδυνεύετε από μόνοι σας, αλλά και αν κάποιος φύγει και σας πάρει παραμάζωμα… θα σας παρακαλέσω να σταματήσετε. Ωραίοι οι αγώνες και καλό το ποδήλατο και η άθληση, αλλά να την κάνετε όταν είναι καταλληλότερες οι συνθήκες».
Είχε δίκιο, δεν μπορώ να πω… «Έχετε δίκιο, μόλις πάμε Αρδάνιο παίρνουμε σφραγίδα και επιστρέφουμε».
«Όχι δεν καταλάβατε, επιστρέφετε τώρα».
«Μα… Τουλάχιστον θα μας δώσετε μια σφραγίδα, ή έστω να μιλήσετε στο τηλέφωνο με τον διοργανωτή;»
«Δεν θα κάνω τίποτα, σας παρακαλώ να γυρίσετε αμέσως».
Κάπως έτσι αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε. Στις Φέρες σταματάμε σ’ένα βενζινάδικο να ξεπαγώσουμε και να οργανωθούμε. Μοιραζόμαστε την τελευταία homemade μπάρα βρώμης που είχα μαζί μου καθώς συζητάμε με τον βενζινά. Έχει δουλέψει στα νιάτα του στην κατασκευή του δρόμου της Σιθωνίας και βρίσκουμε αρκετά να πούμε, ή μάλλον να συζητάει αυτός με τον Κώστα, εγώ προσωπικά δεν είχα μεγάλη όρεξη για κουβεντούλα, ήθελα να τελειώνω…
Φεύγουμε από τον βενζινάδικο και παγώνουμε. Το κορμί μου τρέμει ολόκληρο και τα δόντια μου πιάνουν ένα ριφ για κρουστά. Όμως το γεγονός ότι σε λιγότερο από 30 χιλιόμετρα θα έχουμε τελειώσει μας δίνει φτερά. Όταν πια φτάνουμε στο στεγνό κομμάτι του δρόμου αναπτύσσουμε ΜΩΤ 36 χλμ/ώρα… να τελειώνουμε… Στις 8.30 φτάνουμε στον τερματισμό, πίνουμε καφέ, και λίγο πριν τις 9 βγαίνουμε αναμνηστικές στον Φάρο της Αλεξανδρούπολης.
Το brevet χαρακτηρίστηκε ως το «σκληρότερο» που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν ήτανε, πάντως σίγουρα ήταν δύσκολο. Παραδόξως όμως δεν ήτανε δυσάρεστο, με την έννοια ότι, αργά αλλά σταθερά, τα χιλιόμετρα έβγαιναν και είχες από την αρχή την αίσθηση ότι σημείωνες πρόοδο αντί να σε κυριεύει η εντύπωση της ματαιότητας. Ωστόσο, οι θερμοκρασίες κρατήθηκαν κάτω από το μηδέν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Πέρα από την ικανότητα να είσαι ανθεκτικός, έως και αναίσθητος, στις χαμηλές θερμοκρασίες, το brevet απαιτούσε και πολύ μεγάλη, ενεργοβόρα αυτοσυγκέντρωση στην εφαρμογή της ειδικής τεχνικής στα παγωμένα κομμάτια, που έγκειται στο να κρατάς το κέντρο βάρους σου πάνω από το μεταξόνιο. Όμως η ικανοποίηση που νιώσαμε τη στιγμή του τερματισμού τα έκανε όλα να αξίζουν το κόπο, τουλάχιστον γι’ αυτήν τη φορά.
Επιστρέφοντας την ίδια νύχτα στη Θεσσαλονίκη, στο ύψος της Βόλβης, το θερμόμετρο έδειξε για μερικά χιλιόμετρα την εξωπραγματική για τα δικά μας δεδομένα τιμή των -12°C.
Α ναι, το brevet το τελείωσα χωρίς ν’αλλάξω δίσκο, αλλά τελικά το συρματόσχοινο δεν είχε κοπεί, απλά είχε παγώσει επιτόπου…