Πόσες φορές ανέβαλες μια βόλτα εξ’ αιτίας της κακοκαιρίας ή επειδή κάποιος φίλος τηλεφώνησε και είπε «πού να πάμε σήμερα ρε; Άστο, άκυρο».
Εγώ δεν έχω πολλές τέτοιες περιπτώσεις να θυμάμαι και η αλήθεια είναι ότι ποδήλατο με αντίξοο καιρό είναι ισάξιο με αυτές τις ανοιξιάτικες ημέρες που νιώθω τον ήλιο να μου ζεσταίνει το πρόσωπο.
Από τον Αλέξανδρο Πετρούτσο
Αυτό το κρύο, η ομίχλη και η βροχή κάνουν την ανάβαση πιο εσωτερική υπόθεση και στον κατήφορο δεν αμολάω απλά τα φρένα αλλά καταστρώνω ολόκληρη στρατηγική για να μην παγώσουν τα άκρα, για να βγαίνω γρήγορα και με ασφάλεια στην έξοδο της στροφής, ενώ κρατάω τα μάτια μισόκλειστα για να αποφύγω τις σταγόνες.Στο Πήλιο η ομίχλη επιτείνει το μυστήριο. Η περιορισμένη ορατότητα σε αφήνει πιο πολύ να μαντεύεις το δάσος και τα χωριά παρά να τα βλέπεις στην κανονική τους διάσταση. Είναι το πιο πυκνοκατοικημένο βουνό στην Ελλάδα με 24 χωριά που βρίσκονται διασκορπισμένα σε έκταση μήκους 44 χιλιομέτρων και από 10χλμ. στο νότο μέχρι 25 χλμ. πλάτους στο βορρά.
Η ψηλότερη κορυφή του είναι στα 1624 μέτρα, ο Πουριανός Σταυρός. Το χειμώνα τα χιόνια καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος του μέχρι την άνοιξη που η γη ξαναξυπνάει και τα δέντρα ξεκινάνε τον αγώνα για να καρπίσουν πριν τα πιάσει το επόμενο κρύο.
Αυτός ο αδιάκοπος, επαναλαμβανόμενος κύκλος σε κάποιο σημείο έχει λουλούδια και δέντρα που ανθίζουν, έχει ζεστές ημέρες που από μόνες τους μας οδηγούν στις παραλίες, έχει τα φύλλα του φθινοπώρου να ξεραίνονται και να πέφτουν στη γη για να δώσουν τροφή σε αόρατες σε εμάς μορφές ζωής. Έχει και ένα σημείο που οι νύχτες είναι μεγάλες και όταν ξημερώνει η ανατολή κρύβεται πίσω από την ομίχλη και τα σκούρα μολυβί σύννεφα.
Στο λιμανάκι της Κάτω Γατζέας επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ήταν από αυτές τις χειμωνιάτικες ημέρες που τα τζάκια στα χωριά του Πηλίου καίνε από το πρωί. Ωστόσο, ήμασταν στην ώρα μας στο ραντεβού και μη αντέχοντας ακίνητοι το κρύο και το ψιλόβροχο ανεβήκαμε γρήγορα στα ποδήλατα και κατευθυνθήκαμε δυτικά. Είχαμε 6 χλμ. απόσταση για να κάνουμε προθέρμανση πριν μπούμε στην ανηφόρα.
Υποτίθεται ότι η διαδρομή από τον Βόλο μέχρι την Άφησσο (τμήμα της οποίας είναι αυτά τα 6 χλμ.) είναι μία ευθεία που στο μεγαλύτερο μέρος της κινείται δίπλα στη θάλασσα. Αυτή την αντίληψη έχει όποιος κάνει τη διαδρομή με το αυτοκίνητο. Πάνω στη σέλα του ποδηλάτου αλλάζουν τα δεδομένα. Όταν το κάθε μέτρο αντιστοιχεί σε έργο που παράγουν τα πόδια, όταν ανεβαίνουν οι παλμοί και η επαφή με το περιβάλλον είναι άμεση, δεν διασχίζουμε μόνο τον εκάστοτε τόπο, τον κατανοούμε και τον απομνημονεύουμε καλύτερα.

Το να διανύσεις 6 χιλιόμετρα σε 10 λεπτά, δεν ήταν ακριβώς ζέσταμα αλλά όπως και να έχει πιάσαμε την ανηφόρα από τη διασταύρωση στα Άνω Λεχώνια. Ανεβαίνοντας, είχαμε τη ρεματιά στα δεξιά μας. Περάσαμε το Παλιόκαστρο και βγαίνοντας από τον άη Βλάση η βροχή είχε δυναμώσει. Το κεντρικό Πήλιο είναι απότομο, από τους πρόποδες ως την κορυφή είναι μικρή η απόσταση και μεγάλη η κλίση. Έχει επίσης 3 εντελώς διαφορετικές ζώνες βλάστησης που η καθεμία δημιουργεί το δικό της μικροκλίμα.
Στο σημείο αυτό, ακριβώς μετά τον άη Βλάση τελειώνουν τα ελαιόδεντρα και αρχίζει η θαμνώδης βλάστηση με τα πουρνάρια, τις κουμαριές και τα αρεάδια. Αυτό κρατάει μέχρι περίπου τα 650 μέτρα υψόμετρο, μέχρι τον άη Γιώργη. Από εκεί και πάνω έως τις κορυφές επικρατεί η οξιά εκτός από τα σημεία που οι Πηλιορείτες καλλιεργούν τα περίφημα μήλα και φιρίκια.


Ανεβαίναμε τις φουρκέτες μέχρι να φανεί μπροστά μας ο άη Γιώργης. Ένα από τα πιο ωραία χωριά του Πηλίου και αυτό που βρίσκεται στο μεγαλύτερο υψόμετρο. Η πλατεία του είναι στα 730 μέτρα υψόμετρο, τα παλιά αρχοντικά είναι καλοδιατηρημένα, ενώ τα καλντερίμια του είναι γεμάτα με πετρόχτιστες βρύσες, ιστορίες από το αντάρτικο του ’40 και άλλες πολύ πιο απλές, καθημερινές και ωραίες. Πολλοί από τους κατοίκους του χωριού είναι ακόμα και σήμερα νομάδες περνώντας τους χειμερινούς μήνες στον οικισμό της αγίας Τριάδας και την Γατζέα για τη συγκομιδή της ελιάς ενώ το καλοκαίρι αναζητούν τη δροσιά στα υψώματα και καλλιεργούν τα μήλα και τους μπαξέδες.
Τέτοια εποχή το χωριό έμοιαζε με φάντασμα. Αυτή η εικόνα αλλάζει την άνοιξη και το καλοκαίρι που οι φωνές των παιδιών γεμίζουν την πλατεία, προαύλια εκκλησιών και ακούγονται ποδοβολητά στα καλντερίμια μέχρι αργά το βράδυ. Έως το τέλος της δεκαετίας του ’90 ακόμα και το σχολείο μεταφερόταν. Πλέον το σχολείο λειτουργεί μόνιμα στην Άνω Γατζέα και μόνο το κοινοτικό γραφείο ακολουθεί τη μετακίνηση των κατοίκων.


Δεν είχαμε καταναλώσει πολύ νερό από τα παγούρια μας. Δεν χρειαζόταν, ήμασταν βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο αλλά κάναμε μια στάση κοντά στην πλατεία για να γεμίσουμε και να ετοιμαστούμε για την κατάβαση. Πλέον εκτός από την βροχή είχαμε και την πυκνή ομίχλη. Ναι, αυτό ήταν το ζητούμενο! Τη διαδρομή αυτή την έχουμε κάνει πολλές φορές, με πολλές διαφορετικές συνθήκες και κάθε φορά έχει κάτι νέο να μας δείξει. Καμία διαδρομή δεν είναι ίδια κι ας έχουμε ξαναπεράσει από εκεί. Κάθε φορά κάτι αλλάζει. Μπορεί να είναι ο καιρός, η θερμοκρασία, η ορατότητα και τόσοι άλλοι παράγοντες που δεν εξαρτώνται από εμάς, πάνω απ’ όλα αυτό που είναι διαφορετικό κάθε φορά είμαστε εμείς οι ίδιοι, η διάθεση, οι αντοχές και κυρίως ο τρόπος που βλέπουμε και βιώνουμε τον δρόμο.
Φτάνοντας στη θέση Ράχη η ορατότητα δεν ήταν πάνω από 10 μέτρα ενώ λίγο από το χιόνι που είχε πέσει τις προηγούμενες μέρες ήταν ακόμα εκεί. Χαμογελάσαμε σκεπτόμενοι μια σχεδόν «τυφλή» κατάβαση αλλά ξέραμε ότι λίγο πιο κάτω καθαρίζει. Πράγματι δεν κάναμε πάνω από 2 χιλιόμετρα και οι Πινακάτες φάνηκαν ξεκάθαρα στην απέναντι πλαγιά. Τα πλατάνια έμοιαζαν με σκελετούς ή σκιάχτρα που μένουν πίσω να φυλάνε το χωριό όταν λείπουν οι άνθρωποι και τα σπίτια σαν να έχουν πέσει σε χειμέρια νάρκη. Τα παραθυρόφυλλα σαν μάτια που παραμένουν σφραγισμένα ως που να ‘ρθει η άνοιξη.
Μετά τις Πινακάτες υπάρχει μια κατηφόρα με κλίση που ξεπερνάει το 12%. Δεν είναι πάνω από 200 μέτρα. Άφησα τα φρένα, έσκυψα και για ελάχιστα δευτερόλεπτα μου έμοιαζε σαν χαμηλή πτήση αυτό που έκανα. Η επαφή μου με τη γη ήταν ελάχιστα εκατοστά και το καντράν έγραψε 68 χιλιόμετρα. Στον κατήφορο τα χιλιόμετρα «καταπίνονται» χωρίς να το καταλάβουμε. Είχαμε φτάσει σχεδόν στην Βυζίτζα και περάσαμε γρήγορα. Κατεβαίνοντας στις Μηλιές ο καιρός είχε καθαρίσει λίγο και το χωριό είχε μια σχετική κινητικότητα. Το απόκοσμο πρόσωπο του Πηλίου εξαφανίστηκε για λίγο και τη θέση του πήρε το κοσμοπολίτικο με οικογένειες και ζευγαράκια να κάνουν τον συνηθισμένο Κυριακάτικο περίπατο… από το αυτοκίνητο στην ταβέρνα.


Για επόμενα 8 χιλιόμετρα θυμάμαι τα σαγόνια μου να κροταλίζουν. Ο δρόμος από τις Μηλιές μέχρι να κατέβουμε και πάλι στο επίπεδο της θάλασσας δεν δίνει πολλές ευκαιρίες για πετάλι, ειδικά όταν υπάρχει η υποψία πάγου. Είναι περίεργο αλλά στο πολύ κρύο το σώμα αρνείται να κάνει κινήσεις. Η μέση μου δεν έστριβε αρκετά, τα δύο χοντρά δάχτυλα στο αριστερό και το δεξί πόδι ένιωθα ότι με «βρίζουν» άσχημα και κουνούσα συνέχεια τα δάχτυλα των χεριών από φόβο μήπως σε κάποια φάση δεν ανταποκριθούν στην εντολή που θα δώσει ο εγκέφαλος για φρένα. Ναι, ήταν σχεδόν βασανιστικό, ναι, εκτίμησα την ανάβαση.
Όταν τελείωσε η κατηφόρα σταματήσαμε και προσπαθήσαμε να μιλήσουμε. Μάταιο. Τα σαγόνια χτυπούσαν και γελούσαμε με την κατάσταση. Ήταν δύσκολο level για να μπορέσει να υπάρξει συζήτηση… ούτε τα βασικά! Έπρεπε να κάνουμε ακόμα μόλις 3,5 χιλιόμετρα σε (σχεδόν) ευθεία. Στην πραγματικότητα όμως θέλαμε ανηφόρα να ζεσταθούμε ή ακόμα καλύτερα ένα τζάκι να καίει, μία ζεστή σοκολάτα και παρηγοριά.
Το τζάκι και τη σοκολάτα τα βρήκαμε, την παρηγοριά δεν βρήκαμε, το αντίθετο, έπρεπε να απαντήσουμε στο εύλογο ερώτημα που μας τέθηκε «είστε χαζοί, που πάτε με τέτοιο καιρό;»


Μία διαδρομή 35 χιλιομέτρων μπορεί να μην εντυπωσιάσει τους χιλιομετροφάγους και οι ανηφορίστες με 830 υψομετρικά ίσα που αρχίζουν κάτι να καταλαβαίνουν. Ωστόσο με τέτοιο κρύο σε εμάς φάνηκε ολόκληρο ταξίδι. Αρχικά σκοπό είχαμε να μην κατέβουμε από τις Μηλιές, θέλαμε να περάσουμε το Νεοχώρι και να κατέβουμε από τους Αφέτες. Έτσι θα είχαμε κάνει 50 χλμ. και 1050 υψομετρικά.
Η διαδρομή βγήκε πιο μικρή, το κρύο ήταν τσουχτερό, η βροχή πότισε μέχρι και το pad του κολάν ωστόσο το γεγονός ότι για αυτή τη βόλτα επέλεξα να γράψω εμένα μου λέει κάτι. Λίγη ώρα αφού ολοκληρώσαμε τον κύκλο του κεντρικού Πηλίου και πλέον είχαμε ζεσταθεί κοιτούσαμε τις φωτογραφίες. Τελικά η μνήμη έχει έναν απίστευτο μηχανισμό να μετατρέπει την κάθε περιπέτεια, να την φιλτράρει και να βγαίνει το απόσταγμα των πιο ωραίων αναμνήσεών μας.
Την επόμενη φορά που κάποιος θα χρησιμοποιήσει τον καιρό σαν αιτία ακύρωσης βόλτας εσείς να επιμείνετε και αν τελικά δεν έρθει να βγείτε μόνοι σας, κάπου εκεί έξω περιμένουν οι μικρές και μεγάλες περιπέτειές μας.