Την αλλαγή της εποχής στη Μάνη δεν την καταλαβαίνεις εύκολα.
Η φύση διαφοροποιείται ελάχιστα μόνο αυτή την περίοδο που οι ελιές είναι γεμάτες καρπό και τα κλαδιά τους γέρνουν απ’ το βάρος. Μετά οι άνθρωποι μαζεύουν τον καρπό, κάνουν λάδι και ξαλαφρώνουν τα δέντρα.
Από τον Αλέξανδρο Πετρούτσο
Την αλλαγή της εποχής στη Μάνη την καταλαβαίνεις κυρίως από τον τρόπο που αντανακλά το φως στις πέτρες και τη θάλασσα.
Πλησιάζοντας το Οίτυλο, θυμήθηκα ότι κάπου είχα διαβάσει πως κάποτε, το παρομοίαζαν με το Αλγέρι και φημιζόταν για το σκλαβοπάζαρό του. Σαρακηνοί, Αραγωνοί, Σικελιανοί, Μαλτέζοι, Κορσικανοί, Γάλλοι, Μπαρμπαρέζοι και άλλοι πειρατές κούρσεψαν, σκότωσαν, μέθυσαν και ξεκουράστηκαν εδώ, από τη θάλασσα.
Κάποιοι παρέμειναν εκεί όταν τα καράβια τους έφυγαν, μπορεί γιατί ερωτεύτηκαν ή επειδή σιχάθηκαν τις φουρτούνες.
Η υπέροχη Μάνη
Η Μάνη λόγο της θέσης της στη Μεσόγειο αλλά και τις φτώχιας, ξεκίνησε να αναπτύσσει από το 15ο αιώνα έναν ιδιότυπο τρόπο πειρατείας. Με διάφορα τεχνάσματα παρέσυραν τα καράβια κοντά στα βράχια ή τους έδιναν τη λανθασμένη εντύπωση ότι μπορούν να προσαράξουν και να είναι ασφαλείς.
Ένα από αυτά τα τεχνάσματα ήταν να δένουν φανάρια στα κέρατα των κατσικιών έτσι ώστε τα πλοία να πιστεύουν ότι πλησιάζουν σε κατοικημένες περιοχές και θα μπορέσουν να ανεφοδιαστούν. Όταν έφταναν κοντά, οι Μανιάτες έκαναν ρεσάλτο από τη στεριά φορώντας κατσαρόλες στα κεφάλια τους που τις έλεγαν κακαβούλια κι έτσι ονομάστηκαν Κακαβούληδες.
Με τον καιρό έμαθαν κι αυτοί να χειρίζονται τα καράβια και τα μυστικά της θάλασσας και άνοιξαν πανιά για να κουρσέψουν σε πιο μακρινές θάλασσας.
Το επώνυμο Κακαβούλης συναντάται συχνά στη Μάνη όπως και το Γερακάρης που παραπέμπει στον Λιμπεράκη Γερακάρη που γεννήθηκε το 1644 στο Οίτυλο και έμελε να ξεκινήσει από κωπηλάτης των Ενετών και να καταλήξει τρανός πειρατής αλλά και πρωταγωνιστής μιας από τις μεγαλύτερες βεντέτες όταν ο Μιχάλης Λεμυθάκος που ανήκε στην οικογένεια των Στεφανόπουλων έκλεψε την αρραβωνιαστικιά του Μαρία Μεδίκου.
Τη Μαρία είχε συμφωνήσει ο Πατέρας της να την δώσει πριν τον αρραβώνα στον Λεμυθάκο και αυτό ήταν αρκετό για να ξεσπάσει βεντέτα με πολλά θύματα ανάμεσα στις οικογένειες Στεφανόπουλων και Μεδίκων ενώ ο Γερακάρης επιδιδόταν με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο στην πειρατεία.
Σε μια επιδρομή τον συνέλαβαν οι Τούρκοι αντί όμως να τον φυλακίσουν τον έβαλαν να δουλέψει γι’ αυτούς και μάλιστα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα αποστολή.
Τον διόρισαν μπέη στη Μάνη με σκοπό να υποτάξει τους Μανιάτες. Αυτός όμως προτεραιότητα έβαλε να εξολοθρεύσει όσους Στεφανόπουλους κατάφερνε να βρει και στη συνέχεια όσους Μεδίκους, στρέφοντας όλη την κοινωνία της Μάνης εναντίον τους. Όσοι Στεφανόπουλοι απόμειναν αναγκάστηκαν να φύγουν για την Κορσική ενώ γρήγορα οι Μανιάτες κατάλαβαν τους σκοπούς του Γερακάρη και επαναστάτησαν.
Ο Γερακάρης ενθυμούμενος την παλιά του τέχνη ξαναγύρισε στην πειρατεία χωρίς την υποστήριξη των Τούρκων αυτή τη φορά, μέχρι που τον συνέλαβαν και πάλι, αυτή τη φορά όμως τον φυλάκισαν μέχρι το τέλος του.
Το οχυρό του… γαλακτομπούρεκου
Με το που κατεβάσαμε τα ποδήλατα και τα πράγματα στο σπίτι, φτιάξαμε ένα γαλακτομπούρεκο και αρχίσαμε να μιλάμε για την αρχιτεκτονική και την τοπογραφία. Παντού στη Μάνη υπάρχουν Πύργοι τριών ειδών: Ο πύργος του πολέμου που βρίσκεται μέσα στον οικισμό και κατέφευγαν οι κάτοικοι σε περίπτωση επίθεσης, ο πύργος σπίτι που ουσιαστικά ήταν το διοικητήριο των κατά τόπους αρχηγών και ο πύργος που ήταν καθαρά κατοικία.
Εμείς μείναμε σ’ ένα χωριό χτισμένο πάνω σε μια ράχη, στην άκρη του γκρεμού, με πολύ καλή φυσική οχύρωση και στη μέση έναν πύργο του πολέμου. Το χωριό έχει 30 κατοίκους αλλά τις μέρες που μείναμε είδαμε μόνο δύο.
Ήταν έρημο έτσι κι αλλιώς αλλά με το δεύτερο lockdown να πλησιάζει ήταν ακόμα πιο έρημο. Αποφασίσαμε να ιδρύσουμε ένα κράτος για λίγες μέρες, να φτιάξουμε μια σημαία μ’ ένα γαλακτομπούρεκο πάνω, να θεσπίσουμε ένα σύνταγμα με τις βασικές μας αρχές και χωρίς καθόλου νόμους.
Αφού έγινε κι αυτό σε χρόνο ρεκόρ για ένα νεοσύστατο κράτος απλώσαμε το χάρτη δίχως καμία διάθεση να κατακτήσουμε τίποτα, ήμασταν ειρηνικό κράτος, μόνο να εξερευνήσουμε θέλαμε και αν δεχόμασταν επίθεση θα το αντιμετωπίζαμε με γαλακτομπούρεκο.
Ποδηλατώντας χωρίς προορισμό – ό,τι καλύτερο!
Ξεκινήσαμε την επόμενη μέρα χωρίς βιασύνη. Δεν είχαμε ακριβώς ορίσει διαδρομή αλλά δε θέλαμε να κάνουμε πολλά χιλιόμετρα. Θέλαμε να τριγυρίσουμε άσκοπα, να κινούμαστε με αργό ρυθμό και να σταματάμε όποτε θεωρούμε καλή ιδέα να ρίξουμε μια ματιά στα σκαρφαλωμένα χωριά ή στη θάλασσα. Από το Νεοχώρι ανεβήκαμε λίγο και μετά αφεθήκαμε στην κατηφόρα προς τη Γέρμα.
Ο δρόμος είχε διάσπαρτες πέτρες και χώματα, δεν ήταν για εμπιστοσύνη αλλά ήταν ωραίο το κατέβασμα και οι κλειστές στροφές. Είχε περάσει λίγο παραπάνω από μια ώρα όταν βρεθήκαμε στην πλατεία της Αρεόπολης να πίνουμε καφέ και μετά δε μπορούσαμε να φύγουμε χωρίς να περάσουμε τα πλακόστρωτα δρομάκια με τις πολύχρωμες καρέκλες και τις μποκαμβίλιες. Κατηφορίζοντας πάλι μετά είδαμε από κάτω το Λιμένι που είναι το επίνειο της Αρεόπολης.
Σήμερα είναι γεμάτο με ταβέρνες ωστόσο κρατάει κάτι από την ομορφιά μιας άλλης εποχής. Ένιωσα τυχερός που είχα την ευκαιρία να το δω τέτοια εποχή και όχι καλοκαίρι. Είναι ένα μικρό χωριό σ’ έναν απόλυτα προστατευμένο κόλπο.
Μοιραία πήγε το μυαλό μου στους πειρατές και τους φαντάστηκα να ξεφορτώνουν κλοπιμαία και ανθρώπους που κάποτε ήταν αφέντες του εαυτού τους ως σκλάβους σ’ έναν τόπο άγνωστο.
Η πειρατεία σε όλους μας ασκεί έλξη και την έχουμε στο μυαλό μας κάπως ειδυλλιακά με μονόφθαλμους καπετάνιους και φανταχτερούς παπαγάλους από μέρη εξωτικά. Στην πραγματικότητα ήταν αδίστακτοι και καιροσκόποι ωστόσο δε μπορώ να φανταστώ ότι ανάμεσα τους δεν υπήρχαν νέοι που ταξίδεψαν απλά γιατί αγάπησαν τη θάλασσα.
Αυτά σκεφτόμουν στην ανηφόρα για το Οίτυλο λίγο πριν κλείσει ο κύκλος της πρώτης μέρας.
Δεύτερη μέρα στη Μέσα Μάνη
Τη δεύτερη μέρα μπήκαμε στη Μέσα Μάνη, στο Κάβο Γκρόσο. Είχαμε ως επίκεντρο τον Γερολιμένα και τα γύρω χωριά. Πρώτα στρίψαμε από τη Γαρδενίτσα στο Σταυρί και εντυπωσιαστήκαμε από τον οικισμό αλλά και από τις τεράστιες φραγκοσυκιές που ήταν σα μεγάλα δέντρα. Στα Πάγκια και στον Κούνο δεν αφιερώσαμε τόσο χρόνο όσο θα άξιζε. Με τα ποδηλατικά παπούτσια δεν είναι εύκολο το περπάτημα και τα είχα φθείρει ήδη αρκετά.
Τα λεπτά λάστιχα μας πήγαιναν το πολύ σε ομαλά πλακόστρωτα και τα κολάν σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη αμφίεση για διακριτική παρουσία στη Μάνη. Ο Καλόπυργος ήταν το τελευταίο χωριό που είδαμε πριν κατηφορίσουμε για το Γερολιμένα από τον παλιό δρόμο. Όταν φτάσαμε στο Γερολιμένα κυκλοφορούσαν ελάχιστοι άνθρωποι.
Βρήκαμε ένα σημείο με ωραία θέα στον οικισμό και τη θάλασσα, μιλήσαμε λίγο στα τηλέφωνα με τους δικούς μας και ρίξαμε μια ματιά στις ειδήσεις. Η κατάσταση στη χώρα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο κι εμείς βεβαιωθήκαμε ότι κάνουμε το πιο λογικό πράγμα.
Μετά το Γερολιμένα υπάρχει μια ταμπέλα που προειδοποιεί τους ταξιδιώτες ότι περνάν το τελευταίο βενζινάδικο. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο αλλάζει και η ποιότητα του οδοστρώματος και είναι σχεδόν ακατάλληλο για ποδήλατο δρόμου.
Από εκεί και κάτω οι οικισμοί αραιώνουν, το τοπίο αγριεύει και τα κύματα παλεύουν σε κάθε τους κίνηση με τα βράχια. Από εκεί και κάτω ο δρόμος καταλήγει στο Πόρτο Κάγιο και το ακρωτήριο Ταίναρο.
Η ελιά, το σύμβολο της Μάνης
Η ελιά κυριαρχεί παντού στη Μάνη, είναι συνυφασμένη με την ειρήνη και σύμβολο της. Όταν δε γινόντουσαν επιθέσεις, πόλεμοι και πειρατεία οι κάτοικοι άκριζαν τις πέτρες κι έψαχναν χώμα για να φυτέψουν και να καλλιεργήσουν ελιές. Είναι παντού τοποθετημένες με τέλεια τάξη και κλαδεμένες σε σχήμα ομπρέλας για να διευκολύνουν τη συγκομιδή. Καλλιεργείται σε όλη τη Μεσόγειο από τα αρχαία χρόνια και είναι το δέντρο που αγάπησαν περισσότερο οι άνθρωποι , μαζί όμως και το πιο ταλαιπωρημένο από αυτούς.
Χτυπάνε με ραβδιά τον καρπό για να πέσει τσακίζοντας τα μικρά κλαδιά και κόβουν ότι δεν τους βολεύει. Σε κάθε τόπο οι άνθρωποι διαμορφώνονται από το περιβάλλον τους.
Η ελιά και η πέτρα είναι τα βασικά συστατικά της Μανιάτικης φύσης και οι Μανιάτες έχουν πολλά στοιχεία από αυτά τόσο στη συμπεριφορά τους όσο και στην όψη τους.
Τρίτη μέρα στη Μάνη
Την τρίτη μέρα ξεκινήσαμε με κατεύθυνση προς τον Κότρωνα. Εγώ ήθελα να σταματάμε σχεδόν σε όλα τα νεκροταφεία. Μου έκαναν πολύ εντύπωση, δε θυμάμαι να έχω ξανασυναντήσει κάτι τέτοιο στα ταξίδια μου. Τα νεκροταφεία στη Μάνη είναι σα μαυσωλεία. Είναι κτίσματα σαν μικρά πέτρινα σπίτια και διακοσμημένα με τοιχογραφίες, σκαλίσματα αλλά και αντικείμενα της καθημερινής ζωής των Μανιατών.
Στη Μάνη δε σκάβεις εύκολα βαθύ λάκκο, οπότε τα κάνανε υπέργεια. Επίσης το γεγονός ότι αυτοί οι τάφοι είναι οικογενειακοί και όχι ατομικοί φανερώνει τους δεσμούς αλλά και τις αξίες των ανθρώπων.
Μέχρι να φτάσουμε στον Κότρωνα, στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής είχαμε τη θάλασσα στ’ αριστερά μας. Στις μικρές ανηφόρες πηγαίναμε σιγά-σιγά και στις κατηφόρες σηκωνόμασταν από τη σέλα και κοιτούσαμε τη γραμμή του ορίζοντα σα να προσπαθούσαμε να διακρίνουμε κάτι πέρα μακριά.
Όταν φτάσαμε, πήραμε δυο καφέδες στο χέρι και τους ακουμπήσαμε στα βράχια για να μας περιμένουν όταν θα βγούμε από τη θάλασσα. Αρχές Νοέμβρη και ήταν ακόμα ζεστή, πήρα φόρα και βούτηξα από την προβλήτα. Αυτό ήταν το τελευταίο μπάνιο μου στη θάλασσα και το ευχαριστήθηκα όσο κανένα άλλο. Όχι μόνο γιατί ο καιρός από την επόμενη μέρα χαλούσε αλλά και γιατί πλησίαζε και το τέλος αυτού του ταξιδιού και την επόμενη ήταν προγραμματισμένη η αναχώρηση προς τα βόρεια.
Η επιστροφή
Την άλλη μέρα το πρωί φύγαμε νωρίς, είχε συννεφιάσει και το φως του ήλιου έφτανε αδύναμο. Λίγο πριν την Καρδαμύλη είδα έναν ηλικιωμένο Μανιάτη να περπατά κρατώντας από ένα σχοινί το γάιδαρο του. Η περιγραφή αυτής της εικόνας θα ήταν ότι πρέπει για να κλείσει το κείμενο, ωστόσο υπήρχε μια λεπτομέρεια εντελώς παράταιρη: Ο παππούς φορούσε χειρουργική μάσκα μιας και τα νέα μέτρα είχαν ανακοινωθεί και η έναρξη του lockdown ήταν ζήτημα ωρών. Μετά βλέποντας κι άλλους ανθρώπους βρήκα πάλι τη σύνδεση με την πραγματικότητα.
Τελευταία στάση πριν αφήσουμε τη Μάνη ήταν σε ένα παλιό καφενείο, από αυτά με τη μεγάλη τζαμαρία, τις ψάθινες καρέκλες, τα πλαστικά πολύχρωμα τραπεζομάντηλα που απεικονίζουν φρούτα και πουλιά, τα απορρυπαντικά ΟΜΟ παραταγμένα διαγώνια σ’ ένα ράφι, τις χλωρίνες από κάτω, ένα άλλο ράφι με όσπρια, το τυροβάρελο που μύριζε από την είσοδο και τους αμίλητους θαμώνες.
Το καφενείο σέρβιρε μέχρι και καπουτσίνο αλλά ο καφετζής το απλοποίησε λίγο εξηγώντας ότι του έχει τελειώσει το γάλα. Δε βαριέσαι … έτσι κι αλλιώς ένας καφές είναι.
Ευχαριστούμε πολύ την EXO Sports, το Navarino Outdoors και την Huerzeler για την παραχώρηση του εξοπλισμού. Χωρίς την υποστήριξη τους το ταξίδι θα ήταν σίγουρα διαφορετικό και ίσως λίγο πιο φτωχό σε εικόνες και αναμνήσεις.