Αξιοθέατα με υψομετρικά τη Δυτική Κρήτη
Από τα προηγούμενα καλοκαίρια είχα καταγράψει τις «κακιές» ανηφόρες που περικυκλώνουν το χωριό μας. Κατά τη δικιά μου άποψη δεν υπάρχει ανηφόρα κακιά, μόνο κακιές κατηφόρες, γιατί στην ανηφόρα, το πολύ πολύ θα περπατήσω πλάι στο ποδηλατάκι μου, στην κατηφόρα, όμως, ανάλογα με το ποσοστό κακίας που τη χαρακτηρίζει, η πορεία μπορεί να είναι από δυσάρεστη ως πολύ εκνευριστική
Ο όρος «κακιά» ανηφόρα εισήχθη στο λεξιλόγιό μου από έναν ντόπιο ποδηλάτη και προς χάρη του την αναφέρω.
Βαλθήκαμε, λοιπόν, φέτος, να τις εκτελέσουμε όλες αυτές τις «κακιές» για να ξεμπερδεύουμε μ’ αυτές και να αποτελούν πλέον παρελθόν στα ποδηλατικά μας κατάστιχα. Ή, να το πω πιο σωστά, να αποτελούν δεδικασμένο και βάσει αυτών να αξιολογούμε κάποιες άλλες ανηφόρες που σχεδιάζουμε. Δηλαδή, για παράδειγμα, θα ξέρω, πως αφού ανέβηκα στη Μαραθοκεφάλα, η ανάβαση από Δελιανά για Γρα Κερά, βγαίνει άνετα. Κι ας μη προλάβαινα φερειπείν να την κάνω φέτος.
Την ώρα τούτη που γράφεται αυτό το κείμενο για την Κρήτη με ποδήλατο, έχουμε εκτελέσει με άνεση τις δυο από τις τρεις «κακιές», αφού ακολουθήσαμε ευλαβικά το προπονητικό προγραμματάκι που βγάζαμε καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων και αξιοθέατων σε υψόμετρο, σε κάποια από τα οποία είναι αφιερωμένο αυτό το μέρος της διήγησης.
Οι «δύσκολες» ανηφόρες που δίνουν χαρά!
Επιγραμματικά θα αναφερθώ σε αυτές τις δυο δύσκολες ανηφόρες, που καταλήγουν στο ίδιο σημείο από διαφορετικούς δρόμους, το Σπήλαιο του Άη Γιάννη του Ερημίτη, το οποίο εκτενέστερα με απασχόλησε στο προηγούμενο μέρος. Η μια διαδρομή, λοιπόν, ξεκινάει από το Κολυμβάρι, για ζέσταμα, και στρίβοντας δεξιά για το χωριό Μαραθοκεφάλα, απότομα έρχεσαι αντιμέτωπος με κλίσεις από 8 – 15% μετά το χωριό, σε μια ανάβαση με στροφιλίκια, με θέα τον κάμπο και τη θάλασσα του Κολυμβαρίου, μήκους περίπου 1,8 χλμ.
Η άλλη διαδρομή ξεκινά από το χωριό Σπηλιά, είναι συντομότερη, περίπου 1,3 χλμ με κλίσεις που δεν ξεπερνούν το 17%. Οι αποστάσεις αφορούν το καθαρό μέρος της δύσκολης ανάβασης και όχι τα ανηφορικά χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στις ανηφόρες.
Ομολογώ πως η τρίτη, η δυσκολότερη, με ακολουθεί σα γκρίζο σύννεφο που δεν λέει να βρέξει. Όλο και την αναβάλω, όλο και λέω πως πρέπει κι άλλο λίγο ακόμη να προπονηθώ, κι όλο άπιαστη και πιο ακατόρθωτη διαγράφεται στο μυαλό μου.

Αρχαία Ελιά – Άνω Βούβες
Η ανηφορική προπόνηση στα μέρη μας, εδώ στα πολύ δυτικά των δυτικών της Κρήτης, περιλαμβάνει οπωσδήποτε την ανάβαση από Καμισιανά στην αρχαία ελιά στο φροντισμένο και δροσερό χωριό Άνω Βούβες, περίπου 5 χλμ με 4% μέση κλίση, βασικά δυσκολεύει αρκετά 1-2 χλμ πριν την πλατεία με την ελιά, κι αν θες να τη βαρύνεις λίγο ακόμη, μπορείς να συνεχίσεις και πιο πέρα, άλλα 2 χλμ και να φτάσεις ως τη διασταύρωση με τον κεντρικό δρόμο που πάει για Κάντανο και Παλιόχωρα.
Κι αλλού βλέπουμε πινακίδες για αρχαίες ελιές, όμως, αυτή των Βουβών, είναι επίσημα καταγεγραμμένη ως το αρχαιότερο ελαιόδεντρο στον κόσμο, ανακηρυγμένο ως διατηρητέο μνημείο της φύσης, με ηλικία που υπολογίζεται μεταξύ 3.000 και 5.000 χρόνων και που ακόμη παραμένει ζωντανό καρποφορώντας μέχρι σήμερα. Ο κορμός του, που μαρτυρά αδιάσειστα του χρόνου τα γυρίσματα που έχουν βιώσει οι ρίζες και τα κλαδιά του, έχει περίμετρο 12,5 μέτρα και διάμετρο 4,6 μέτρα. Η κλασική φωτογραφία με κατακοκκινισμένο από την ανηφόρα μουτράκι, είναι σίγουρα μέσα στον κορμό της ελιάς… και με κράνος!
Ο μύθος λέει, πως από τις Βούβες ο Ιδαίος Ηρακλής μεταλαμπάδευσε και μεταφύτευσε την πρώτη ελιά για τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες στην αρχαία Ολυμπία. Το βέβαιο είναι πως με κότινο από τα κλαδιά της ελιάς των Βουβών στεφανώθηκε τιμής ένεκεν ο μαραθωνοδρόμος νικητής των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004 με απόφαση της οργανωτικής επιτροπής, όπως και ο αντίστοιχος νικητής του 2008 στο Πεκίνο.
Προτείνουμε, λοιπόν, ανάβαση με στόχο και την επιμόρφωση! Αφού πλάι στο προϊστορικό δέντρο λειτουργεί και Μουσείο Ελιάς.
Πλακάλωνα: Η «γλύκα» της ανηφοριάς
Μια γλυκειά ανηφορίτσα μέσα σε αγροτικούς δρόμους με υπέροχη θέα προς τη Γραμβούσα και τον κάμπο Κισσάμου
Πάνω σε οδόστρωμα αλλού καινουριομπαλωμένο κι αλλού αλύπητα ραγισμένο από την αγροτική χρήση, αναπτύσσεται μια γλυκειά ανάβαση περίπου 4,5χλμ με 4% κλίση, από το χωριό Κολένη στα Πλακάλωνα, ημιορεινό και μαρτυρικό χωριό, όπου μας έτυχε να βρεθούμε την εξωτική ώρα της δύσης του ήλιου πίσω από τη χερσόνησο της Γραμβούσας.
Σταθήκαμε στο πλάι του δρόμου, σ΄ ένα πετρόχτιστο τοιχάκι να πάρουμε λίγο από το χρυσαφένιο χρώμα για ανάμνηση κι ύστερα απολαύσαμε χωρίς φρένα μιαν απρόσμενη κατάβαση προς το χωριό Μελισσουργιό, με φρεσκοστρωμένη και βελουδένια άσφαλτο που δεν ήθελες να τελειώσει.

Κωμολίθοι και επιστροφή από Βουλγάρω για Τριαλώνια
Οι Κωμολίθοι, στην Κίσσαμο, είναι λόφοι από μαλακό άργιλο, που σχηματίστηκαν πριν αμέτρητα χρόνια στον πυθμένα θάλασσας γι’ αυτό και επιφανειακά έχουν βρεθεί και μελετηθεί θαλάσσια απολιθώματα.
Ανακάλυψα το μέρος εντελώς τυχαία, και ακόμη πιο τυχαίο είναι να βρεις το μονοπατάκι που σε βγάζει από τον επαρχιακό δρόμο Κισσάμου – Ελαφονησίου, που περνά από το Βουλγάρω κι ύστερα από Τοπόλια, πλάι στο πανέμορφο ομώνυμο φαράγγι.
Η στροφή για Κωμολίθους είναι στο χωριό Ποταμίδα, και βασικά, με το μάτι τη βρίσκεις, αφού δεις στα αριστερά σου ανεβαίνοντας κάπου πιο μέσα από το δρόμο, τους μεγάλους αργιλώδεις «σεληνιακούς» όγκους. Είναι γυμνοί από βλάστηση στα πλάγια τους, αλλά, στις κορυφές τους, φύονται θάμνοι που μοιάζουν με φυσικές περούκες. Περιτριγυρίζονται από καλλιέργειες με ελιές και από τα σπίτια του χωριού της Ποταμίδας, γενέτειρας του Μάνου Κατράκη.

Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Κρήτης έχουν ανακαλύψει ότι τα ιζήματα της Ποταμίδας περιέχουν, μεταξύ άλλων, σιδηροπυρίτη και ίχνη χρυσού. Κάποιοι λένε πως οι κάτοικοι των γύρω περιοχών χρησιμοποιούσαν το υλικό των Κωμολίθων, για να στεγανοποιήσουν τις ταράτσες των σπιτιών τους.
Για όσους αποφασίσουν να εξευρενήσουν την Κρήτη με ποδήλατο, συνιστώ ανεπιφύλακτα την επίσκεψη, αλλά όχι με spd γιατί επιβάλλεται να κυλιστεί κανείς στα λοφάκια και να γίνει κάτασπρος απ’ το χώμα σα μικρό παιδί…
Στην επιστροφή, είπαμε να μη γυρίσουμε απ’ τα ίδια. Ανηφορίσαμε προς Βουλγάρω και βρήκαμε μια ταμπέλα, θαρρείς επιμελώς κρυμμένη, που μας έβγαζε αριστερά απ’ το δρόμο προς ένα σωρό μικροχωριά. Ρωτήσαμε στο καφενείο του χωριού αν έφτανε ως Τριαλώνια κι από κει ξέραμε να πάμε Δελιανά και βουρ για τη γειτονιά μας. Μας κοίταξαν λίγο παράξενα οι χωριανοί, είπαν «ναι» δειλά και πρόσθεσαν, «είναι γερή ανηφόρα». Ε, αφού δεν την χαρακτήρισαν «κακιά», με συνοπτικές διαδικασίες, αποφασίσαμε να την δοκιμάσουμε. Πόσο καλά κάναμε!
Από Βουλγάρω προς Τριαλώνια, λοιπόν, μια ονειρεμένη διαδρομή, που περνά από τους καταρράκτες του Μάκρωνα, που δυστυχώς δεν προλαβαίναμε να δούμε – άρα ούτε και να φωτογραφίσουμε – αυτή τη φορά από κοντά, γιατί η δύση του ήλιου μας απειλούσε και είχαμε μπροστά μας μια άγνωστη ανηφόρα, που τελικά ήταν 5,7 χλμ σε μήκος και γύρω στα 4% μέσης κλίσης, βασικά με απότομες φουρκέτες αλλά μαλακές κλίσεις μεταξύ τους.
Στα Τριαλώνια μας περίμενε χωματόδρομος 1,5 χλμ όπου πια είχε αρχίσει να βραδιάζει και η γνωστή σε μας επιστροφή από τα Δελιανά για το χωριό μας απόκτησε καινούρια νυχτερινή διάσταση. Να σημειώσουμε, εδώ, πως στο Νησί, είναι μάλλον απαγορευτική η κίνηση με ποδήλατο τις νυχτερινές ώρες στους επαρχιακούς δρόμους. Δεν συνιστάται δηλαδή από τους ντόπιους ποδηλάτες.

Και ήρθε εκείνη η υπέροχη μέρα, που μετά από 4 χρόνια, θα ξαναποδηλατούσαμε μαζί με τον Μάνο, τον φίλο μας από τα Χανιά. Το πεζοπορικό μου ταξίδι με τον Αθηναϊκό Ορειβατικό, στα Πυρηναία, το καλοκαίρι του 2019, η απουσία μου από την Κρήτη το καλοκαίρι του 2020, αλλά και οι περσινές απαγορευτικές συνθήκες λόγω κορωνοϊού, είχαν επιπτώσεις στις συναντήσεις, αλλά όχι και την φιλία μας.

Μετά το τέλος της βόλτας μας, η ευγενική προσφορά του να μας ξεναγήσει στο Ακρωτήρι Χανίων μας άφησε πλουσιότερους σε γνώσεις και αισθητικές εντυπώσεις, καλά προπονημένους για επόμενες εξορμήσεις, αλλά, κυρίως, γεμάτους από το μέγεθος της ανιδιοτελούς και ζεστής κρητικής φιλοξενίας.

Η Μονή της Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων
Γνωστή και ως το Μοναστήρι με τα κυπαρίσσια, χάρη στις εντυπωσιακές συστάδες κυπαρισσιών που δεσπόζουν του μικρού δρόμου που οδηγεί σε αυτήν, βρίσκεται στη χερσόνησο Ακρωτήρι, και είναι ένα από τα πιο σημαντικά μοναστηριακά συγκροτήματα του τέλους της Βενετοκρατίας στην Κρήτη. Χρονολογείται από το πρώτο μισό του 17ου αιώνα και σχεδιάστηκε από τον ιερομόναχο Ιερεμία Τζαγκαρόλο. Το Μουσείο του Μοναστηριού φιλοξενεί παλιά αντικείμενα και βιολογικά προϊόντα που προέρχονται από τις καλλιέργειες των μοναχών και στεγάζει με περισσή επιμέλεια τα κελάρια του κρασιού και το παλιό ελαιουργείο, ενώ οι κατάφυτοι κήποι του μοναστηριού είναι σπαρμένοι με σπάνια είδη φυτών που θαρρεί κανείς πως μόνο εδώ είναι προορισμένα να υπάρχουν.
Τέσσερα ποδηλατικά δύσκολα αλλά πανέμορφα χιλιόμετρα πιο πάνω από τη Μονή της Αγίας Τριάδας, σε ένα μικρό οροπέδιο, είναι χτισμένη μεταξύ 1537 και 1548, η Μονή Γουβερνέτου ή Μονή της Κυρίας των Αγγέλων του Γουβερνέτου. Μοιάζει με αληθινό ενετικό φρούριο, είχε ακόμη και πύργους, εκ των οποίων σήμερα σώζονται οι δύο. Χαρακτηριστική είναι η πρόσοψη του ναού που κοσμούν ανάγλυφες εικόνες τεράτων με έντονους μανιερίστικους μορφασμούς.

Αφήσαμε τα ποδήλατα στην είσοδο του μοναστηριού και περιπλανηθήκαμε στους κήπους του την ώρα της εσπερινής λειτουργίας. Σαν ύμνοι αγγέλων στον κήπο της Εδέμ, οι μαγικές φωνές των μοναχών, μας συνόδευαν σχεδόν ως το μονοπάτι που οδηγεί στο φαράγγι του Αυλακιού και καταλήγει στη θάλασσα. Σταθήκαμε για λίγο στην άκρη, στο πιο βόρειο σημείο του Ακρωτηρίου των Χανίων και απλώσαμε τη ματιά μας στη θάλασσα και τον ουρανό, που είχαν γίνει ένα την ώρα εκείνη, ενώ νοητά ταξιδέψαμε αντίκρυ ως τη Μήλο.
Η αλήθεια είναι πως είχα έννοια την κατηφόρα της επιστροφής στη Μονή Αγίας Τριάδας, γιατί ανεβαίνοντας είχα αναμετρηθεί με τις δυνάμεις μου στις δύσκολες στροφές που την κλίση τους από ένα σημείο και μετά τη μετρά κανείς με τις ανάσες κι όχι με ποσοστιαίες μονάδες.
Ο Wilie πιστός σύντροφος που δεν εγκαταλείπει στα δύσκολα την αναβάτη του, και συνάμα η ιερή προστασία του αγιασμένου από τις ευχαριστίες τόπου, μας έφεραν με ασφάλεια πίσω στο κυπαρισσένιο μονοπάτι ανάμεσα σε τοίχους βαμμένους με ώχρα που πλαισιώνουν τον στενό δρόμο μπροστά από τη Μονή δεξιά και αριστερά.
Στο γυρισμό προς την Κίσσαμο, ποδηλατήσαμε ως τους τάφους των δυο αδερφών Βενιζέλων, του Ελευθέριου και του Σοφοκλή, και σταθήκαμε μπροστά στο άγαλμα του επαναστάτη Σπύρου Καγιαλέ, που έκανε το κορμί του κοντάρι σημαίας στη διάρκεια βομβαρδισμού από θαλάσσης του Ακρωτηρίου των Χανίων, στις 9 Φεβρουαρίου 1897, κατά τους Κρητικούς αγώνες για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Ύστερα, διασχίσαμε πάλι τα Χανιά, αυτή τη φορά μέσα από το κέντρο, όπου σταθήκαμε για λίγο στο Μουσείο – Οικία Ελευθερίου Βενιζέλου, ένα μοναδικό οίκημα με θαυμάσιο προαύλιο χώρο, και πήραμε τον μικρού μήκους και φάρδους ποδηλατόδρομο που έχει δημιουργηθεί στην πόλη των Χανίων, ενώ δίπλα μας τουρίστες μέσα σε άμαξες με άλογα, στοιχειοθετούσαν ένα κράμα αλλοτινών καιρών με το σήμερα.